- εκπερισπασμος
- ἐκπερισπασμόςἐκ-περισπασμόςὅ воен. три четверти оборота Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκπερισπασμός — ἐκπερισπασμός, ο (Α) στρατιωτικός ελιγμός τού ιππικού κατά τον οποίο οι στρατιώτες από τη θέση τής αντιμετωπίσεως τού εχθρού απ όλες τις πλευρές άλλαζαν θέση ώστε να τόν αντιμετωπίσουν προς μία μόνο κατεύθυνση … Dictionary of Greek
ἐκπερισπασμός — a right about face masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπερισπασμῶν — ἐκπερισπασμός a right about face masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπερισπασμόν — ἐκπερισπασμός a right about face masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)